- μηκώνειος
- μηκώνειος, -εία, -ον (Α)1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειονα) το όπιοβ) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.